- δυσμορως
- δυσμόρωςδυσ-μόρωςнесчастливо
δ. θανόντες Aesch. — погибшие ужасной смертью
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δ. θανόντες Aesch. — погибшие ужасной смертью
Древнегреческо-русский словарь - М.: ГИИНС. Дворецкий И.Х.. 1958.
δυσμόρως — δύσμορος ill fated adverbial δύσμορος ill fated masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
κλύω — (Α) 1. ακούω (α. «πάντα γὰρ εὖ ᾔδησθ , ἐπεὶ ἐξ ἐμεῡ ἔκλυες αὐτῆς», Ομ. Οδ. β. «οὐ γάρ πω ἰδόμην, οὐδ ἔκλυον αὐδήσαντος», Ομ. Ιλ. γ. «ἠέ τιν ἀγγελίην στρατοῡ ἔκλυεν ἐρχομένοιο» Ομ. Οδ.) 2. μαθαίνω για κάποιον ή για κάτι, πληροφορούμαι (α.… … Dictionary of Greek